Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατασκευάζω
ὑπο·καταπίπτω
(
3 sg. ao. 2
poét.
ὑποκάππεσε
) tomber sous,
Q. Sm.
1, 588
.