ὑποκάτωθεν

ὑποκατώρυχος

ὑπόκαυσις
ὑποκατώρυχος, ος, ον [ρῠ] enfoui sous le sol, Th. C.P. 5, 9, 11.
Étym. ὑποκατορύσσω.