ὑπόκαυσις

ὑπόκαυστος

ὑπόκειμαι
ὑπόκαυστος, ος, ον, chauffé en dessous : τὸ ὑπόκαυστον, Vitr. 5, 10 ; Plin. min. Ep. 2, 17, poêle, calorifère.
Étym. ὑποκαίω.