ὑποκουρίζομαι

ὑπόκουφος

ὑποκρατέω-ῶ
ὑπό·κουφος, ος, ον, un peu léger, Plut. M. 205a ; fig. Plut. Pel. 14, etc.
Étym. ὑ. κοῦφος.