ὑποκρατέω-ῶ

ὑποκρατηρίδιον

ὑποκρέκω
ὑποκρατηρίδιον, ου (τὸ) [ᾱρῐδ] support d’un petit cratère, Hdt. 1, 25 ; Philstr. 247 ||
E Ion. ὑποκρητηρίδιον, Hdt. l. c.