ὑποκυμαίνω

ὑποκυματίζω

ὑποκύπτω
ὑπο·κυματίζω [ῡᾰ]
1 tr. c. le préc. 2, Philstr. Im. 2, 17 ||
2 intr. c. le précéd. 1, Philstr. Im. 1, 13.