ὑποκωμῳδέω-ῶ

ὑπόκωφος

ὑπολαΐς
ὑπό·κωφος, ος, ον, un peu sourd, Ar. Eq. 43 ; Plat. Prot. 334d, Rsp. 488b.
Étym. ὑ. κωφός.