ὑπολανθάνω

ὑπολάπαρος

ὑπολαπάττω
ὑπο·λάπαρος, ος, ον [ᾰᾰ] qqe peu flasque ou vide, Hpc. Epid. 1, 969, etc.
Étym. ὑ. λαπαρός.