ὑπολείϐω

ὑπόλειμμα

ὑπολειπτικός
ὑπόλειμμα, ατος (τὸ) reste, reliquat ou arriéré d’un compte, Arstt. H.A. 6, 2, 10 ; G.A. 2, 6, 41 et 44 ; Th. C.P. 1, 11, 3 ; 5, 1, 5.
Étym. ὑπολείπω.