ὑπολευκαίνομαι

ὑπόλευκος

ὑπολευκόχρως
ὑπό·λευκος, ος, ον, blanchâtre ou blanc en partie, Hpc. Epid. 3, 1090 ; Arstt. H.A. 4, 2, 11 ; Th. C.P. 2, 4, 3.
Étym. ὑ. λευκός.