ὑπολίπαρος

ὑπολιπής

ὑπολισθαίνω
ὑπολιπής, ής, ές [] qui reste, restant, Th. H.P. 3, 12, 2 ; Cléarq. (Ath. 256d) ; Thpp. (Phot. Bibl. 120, 22).
Étym. ὑπολείπω.