ὑποληπτικῶς

ὑποληπτός

ὑποληρέω-ῶ
ὑποληπτός, ή, όν, dont on peut se faire une idée, concevable, Arstt. An. pr. 1, 39 ; Simpl. Epict. 1, 1, p. 8, 44, 49 Dübn.
Étym. ὑπολαμϐάνω.