ὑπομαίνομαι

ὑπόμακρος

ὑπομαλακίζομαι
ὑπό·μακρος, ος, ον, un peu long, Ar. Pax 1243 ; Arstt. Physiogn. 3, 4, etc.
Étym. ὑ. μακρός.