ὑπομαραίνομαι

ὑπόμαργος

ὑπομαρμαίρω
ὑπό·μαργος, ος, ον, seul. cp. -ότερος, un peu querelleur, provocant, Hdt. 3, 29, 145 ; 6, 75 ; DH. 3, 2 ; App. Civ. 5, 49.