ὑπομάσσω

ὕπομϐρος

ὑπομειδιάω-ῶ
ὕπ·ομϐρος, ος, ον :
1 quelque peu pluvieux ou humide, Plut. Cam. 3, M. 438a ; Geop. 1, 12, 21 ||
2 humide en dessous, Gal. Lex. Hipp. 19, 149.