ὑπομενητέος

ὑπομενητικός

ὑπομενητός
ὑπομενητικός ou ὑπομονητικός, ή, όν, c. ὑπομενετικός, Plat. Def. 412b, 416b ; Arstt. Virt. et vit. 5, 1.