ὑπομιμνῄσκω

ὑπόμισθος

ὑπομνάομαι-ῶμαι
ὑπό·μισθος, ος, ον, qui reçoit un salaire, Luc. M. cond. 5, etc. ; ὀϐολῶν τεσσάρων, Luc. Tim. 6, de quatre oboles.
Étym. ὑ. μισθός.