ὑπομοχλεύω

ὑπομόχλιον

ὑπομύζω
ὑπο·μόχλιον, ου (τὸ) talon ou bras le plus court d’un levier, Arstt. Mech. 4, 1 ; Probl. 4, 24.
Étym. ὑ. μοχλός.