ὑπομυξώδης

ὑπομύσαρος

ὑπομύω
ὑπο·μύσαρος, ος, ον [μῠᾰ] qqe peu fétide ou répugnant, Hpc. 1234d ; Phil. 1, 581.
Étym. ὑ. μυσαρός.