ὑπομετέωρος

ὑπομήκης

ὑπομηλίζω
ὑπομήκης, ης, ες, gén. εος, un peu long, Arstt. fr. 318 ; DL. 1, 7 ; Diosc. 4, 118.
Étym. ὑ. μῆκος.