ὑποφορά

ὑπόφορος

ὑποφραδμοσύνη
ὑπόφορος, ος, ον :
1 tributaire de, dat. Plut. M. 774c ; M. rubr. 16 ||
2 fistuleux (v. ὑποφορά) Gal. 14, 681.
Étym. ὑποφέρω.