ὑποψαύω

ὑποψάφαρος

ὑποψάω-ῶ
ὑπο·ψάφαρος, ος, ον [ᾰᾰ] var. p. ὑποψάθυρος, Hpc.
Étym. ὑ. ψαφαρός.