Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑπορχηματικός
ὑπόρχησις
ὑπόσαθρος
ὑπόρχησις,
εως
(
ἡ
)
c.
ὑπόρχημα,
Clém.
365
.
Étym.
ὑπορχέομαι
.