ὑπόσαπρος

ὑποσαρκίδιος

ὑποσείραιος
ὑπο·σαρκίδιος, ος, ον [ῐδ] qui se trouve sous la chair, sous la peau, Hpc. 405, 15 ; 447, 14.
Étym. ὑ. σάρξ.