ὑποσιγάω-ῶ

ὑποσίδηρος

ὑπόσιμος
ὑπο·σίδηρος, ος, ον [] qui est de fer en dessous, Ar. fr. 372 ; Plat. Rsp. 415c.
Étym. cf. ὑπόξυλος.