ὑποσκελίζω

ὑποσκέλισμα

ὑποσκελισμός
ὑποσκέλισμα, ατος (τὸ) chute produite par un croc-en-jambe, chute, Spt. Prov. 24, 17.
Étym. ὑποσκελίζω.