ὑπόστατος

ὑποσταχύω

ὑποστεγνόω-ῶ
ὑπο·σταχύω, A. Rh. 1, 972 dout. moy. ὑποσταχύομαι (3 sg. opt. prés. ὑποσταχύοιτο) [] se multiplier comme des épis, Od. 20, 212.
Étym. ὑ. στάχυς.