ὑποστρέφω

ὑποστρόγγυλος

ὑποστροφάς
ὑπο·στρόγγυλος, ος, ον [ῠλ] légèrement arrondi, Th. H.P. 8, 8, 5.
Étym. ὑ. στρογγύλος.