ὑποστρωτέον

ὑπόστυλος

ὑποστυλόω-ῶ
ὑπό·στυλος, ος, ον [ῡλ] supporté par des colonnes, Hécat. (DS. 1, 48) ; subst. τὸ ὑπόστυλον, Phil. paradox. VII mir. p. 5, colonnade.
Étym. ὑ. στῦλος.