ὑποστυλόω-ῶ

ὑποστύλωμα

ὑποστύφω
ὑποστύλωμα, ατος (τὸ) [ῡλ] soubassement d’un portique, Apd. et Biton (Math. p. 17, 20 et 108).
Étym. ὑποστυλόω.