ὑπόστημα

ὑποστήριγμα

ὑποστηρίζω
ὑποστήριγμα, ατος (τὸ) soutien, appui, Spt. 3 Reg. 7, 24 ; 10, 12, etc. ; Jos. A.J. 8, 7, 1.
Étym. ὑποστηρίζω.