ὑποσύμϐολος

ὑποσυμμιγής

ὑποσυναλείφομαι
ὑπο·συμμιγής, ής, ές [] un peu mêlé, un peu confus, Gal. 6, 71, 84 ; Hiérocl. C. aur. p. 425 Mullach.