ὑποτάσσω

ὑποταύριον

ὑποταφρεύω
ὑπο·ταύριον, ου (τὸ) le périnée, Hiérocl. (Hippiatr. p. 154, 5) ; Hippiatr. p. 153, 25 ; cf. τράμις.
Étym. ὑ. ταῦρος.