ὑποτάμνω

ὑπόταξις

ὑποταράσσω
ὑπόταξις, εως ()
1 subordination, sujétion, DH. 1, 5 ; DL. 7, 122 ||
2 t. de tact. position en arrière, El. tact.
Étym. ὑποτάσσω.