ὑποτετραμερής

ὑποτετραπλασιεπίτριτος

ὑποτετραπλάσιος
ὑπο·τετραπλασιεπίτριτος, ος, ον, quatre fois un tiers plus petit, Nicom. Arithm. (J. Fr. Boissonade, Anecdota græca, t. 4, p. 420).