ὑποθρηνέω-ῶ

ὑποθρόνιον

ὑποθρύπτομαι
ὑπο·θρόνιον, ου (τὸ) escabeau, tabouret, Poèt. (EM. 718, 40).
Étym. ὑ. θρόνος.