ὑποθωπεύω

ὑποθωρήσσω

ὑποθωΰσσω
ὑπο·θωρήσσω (impf. pass. 3 pl. ὑπεθωρήσσοντο) armer secrètement, Il. 18, 513.
Étym. ὑ. θωρήσσω, ion. p. θωράσσω.