ὑποτρομέω-ῶ

ὑπότρομος

ὑποτρομώδης
ὑπό·τρομος, ος, ον, un peu tremblant, peureux, Eschn. 76, 18 ; Plut. M. 435b ; Luc. D. deor. 19, 1, etc.
Étym. ὑ. τρέμω.