Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίδμητος
ὑψί·δειρος,
ος, ον
[
ῐ
] à crêtes élevées,
Bacchyl.
4, 4
.
Étym.
ὕ. δειράς
.