ὑψίθωκος

ὑψικάρηνος

ὑψικέλευθος
ὑψι·κάρηνος, ος, ον [ῐᾰ] à la tête ou à la cime élevée, Il. 12, 132 ; Hh. Ven. 265.
Étym. ὕ. κάρηνον.