ὑψίπρυμνος

ὑψίπρῳρος

Ὑψιπύλεια
ὑψί·πρῳρος, ος, ον, à la proue élevée, Str. 195, Porph. (Eus. P.E. 195d).
Étym. ὕ. πρῴρα.