ὑψόπρῳρος

ὑψόροφος

ὕψος
ὑψ·όροφος, ος, ον, au toit ou au plafond élevé, Il. 3, 423 ; 24, 192, etc. ; Od. 2, 337 ; 5, 42, etc.
Étym. ὕ. ὀροφή.