ὑψηλογνώμων

ὑψηλοκάρδιος

ὑψηλόκρημνος
ὑψηλο·κάρδιος, ος, ον, qui a le cœur haut, en mauv. part, fier, orgueilleux, Spt. Prov. 16, 5.
Étym. ὑ. καρδία.