ὑστεροφεγγής

ὑστεροφημία

ὑστεροφθόρος
ὑστερο·φημία, ας () renom auprès de la postérité, Plut. M. 85 ; M. Ant. 2, 17 ; Lgn 14, 3,.
Étym. ὕ. φήμη.