ἡδονικός

ἡδονοπλήξ

ἦδος
ἡδονο·πλήξ, ῆγος (ὁ, ἡ) étourdi de plaisir, de jouissance, Timon 9, 4 (Plut. M. 446c).
Étym. ἡδονή, πλήσσω.