ἡδύϐορος

ἡδύγαιος

ἡδύγαμος
ἡδύ·γαιος, ος, ον [] de bonne terre ; subst. τὸ ἡδύγαιον, Héraclide tar. (Ath. 74b) concombre.
Étym. ἡ. γαῖα.