ἡδύκαρπος

ἡδύκρεως

ἡδύκωμος
ἡδύ·κρεως, ως, ων, gén. ω, à la chair agréable ou savoureuse, Arstt. H.A. 6, 7, 5 ||
Cp. -ώτερος, Arstt. G.A. 5, 6, 7.
Étym. ἡ. κρέας.