ἡδυοινία

ἡδύοινος

ἡδυόνειρος
ἡδύ·οινος, ος, ον :
1 qui donne un vin agréable, Xén. An. 5, 4, 6 ||
2 qui a du bon vin, Xén. Vect. 5, 3 ||
Cp. -ότερος, Th. C.P. 3, 15, 1.
Étym. ἡ. οἶνος.