ἡγεμονέω-ῶ

ἡγεμόνη

ἡγεμονηΐς
ἡγεμόνη, ης () c. ἡγεμόνεια, ép. d’Artémis, Call. Dian. 227 ; Paus. 9, 35, 2.
Étym. ἡγεμών.