ἡλιοϐολέομαι-οῦμαι

ἡλιόϐολος

Ἡλιοδώρα
ἡλιό·ϐολος, ος, ον, c. ἡλιόϐλητος, Th. C.P. 4, 12, 3.
Étym. ἥλιος, βάλλω.